- γλυκοπύρηνος
- και γλυκοπύρουνος, -η, -ο1. (για φρούτα) αυτός που έχει γλυκιά ψίχα στο κουκούτσι2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γλυκοπύρουναοι καρποί της βερικοκιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek